- περίδειρον
- περί-δειρον, τό,A circumference of the neck, Poll.2.135.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περίδειρον — circumference of the neck neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίδειρον — τὸ, Α 1. η περιφέρεια τού τραχήλου 2. (κατά τον Ησύχ.) «περίδειρον τὸ κατώτατον τῆς περιγραφῆς τοῡ τραχήλου». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δειρον (< δειρή / δέρη «λαιμός, τράχηλος»)] … Dictionary of Greek
περιδειρίδιον — τὸ, Α [περίδειρον] μικρό περιδέραιο … Dictionary of Greek